- μουνιτσιόνε
- και μονετσιόν, η1. πολεμοφόδια2. αποθήκη πυρομαχικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. munīzione < λατ. munitio «οχύρωση» < λατ. munitus, μτχ. τού ρ. munire «οχυρώνω» < λατ. moenia «τείχη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονετσιό(ν) — μονετσιό(ν), ἡ (Μ) βλ. μουνιτσιόνε … Dictionary of Greek
μονιτσιόνε — επίρρ. βλ. μουνιτσιόνε … Dictionary of Greek
μουνιτσιόν — και μουνετσιόν, τὸ (Μ) πολεμοφόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. munizion (βλ. λ. μουνιτσιόνε) … Dictionary of Greek